- δικέω
- (→ἀντιδικέω, ἐκδικέω,,)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)